- αιτήσιος
- αἰτήσιος, ο (Μ) [αἴτησις]αυτός που αιτεί, που ζητάει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰτήσιος — αἴτησις request fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτηση — η (Α αἴτησις) το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση νεοελλ. 1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι 2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά (Εκκλ.) τμήμα… … Dictionary of Greek
αετήσιος — και αιτήσιος, α, ο [αετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αετό ή ο όμοιος με αυτόν («αετήσια νύχια») 2. ο κατασκευασμένος από κόκαλο αετού … Dictionary of Greek